-
1 εὐνώμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνώμας
-
2 εὐνόμας
εὐνόμας, ὁ, bei Soph. Ai. 597 ch., Ἰδαίᾳ μίμνω λειμωνίᾳ ποιᾷ μήλων ἀνήριϑμος αἰὲν εὐνόμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος, wird von Schol. = εὔνομος erkl., τῷ καλῶς μεριζομένῳ εἰς τέσσαρας ὥρας, oder τῷ εὐνομουμένῳ καὶ δικαίῳ, oder εὐνόμᾳ λειμῶνι, mit schönen Weiden, die Lesart scheint aber verderbt u. Hermann's Lesart εὐνώμᾳ, sich gut bewegend, paßt auch nicht recht.
См. также в других словарях:
ευνώμας — εὐνώμας, ὁ (Α) ευκίνητος, διαρκώς κινούμενος, αέναος («αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νωμώ «κινώ, διευθετώ» (μεταρρηματικός τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ τού θ. νεμ τού ρ. νέμω)] … Dictionary of Greek